- δυσνοήτου
- δυσνόητοςhard to be understoodmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απλοποίηση — Η μετατροπή κάποιου σύνθετου ή περίπλοκου σε απλή μορφή ή κατάσταση. (Γραμμ.) Α. είναι η αντικατάσταση ενός σύνθετου ή πιο δυσνόητου στοιχείου της γλώσσας με άλλο πιο απλό και ευκολονόητο, π.χ. αντί ελθέτω, ας έλθει. (Μαθημ.) Α. είναι η μετατροπή … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek